ημισυμερίτης

ημισυμερίτης
ἡμισυμερίτης, ο (Μ)
ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”